- συρμαία
- η, ΜΑ, και ιων. τ. συρμαίη Αείδος φυτού που έμοιαζε με το ραπανάκι («τὸ πλῆθος τῶν ἀναλωθέντων χρημάτων... εἰς λάχανα καὶ συρμαίαν», Διόδ.)αρχ.1. ο χυμός τού φυτού αυτού, τον οποίο, ύστερα από ανάμιξη με άλμη, χρησιμοποιούσαν ως καθαρτικό και εμετικό φάρμακο2. μίγμα μελιού και λίπους το οποίο δινόταν ως έπαθλο στη Σπάρτη σε ομώνυμο αγώνα («Συρμαίαἀγών τις ἐν Λακεδαίμονι, ἔπαθλον ἔχων συρμαίανἔστι δὲ βρωμάτιον διὰ στέατος καὶ μέλιτος», Ησύχ.)3. παροιμ. «συρμαίαν βλέπειν» — με όψη ανθρώπου που είναι έτοιμος να κάνει εμετό.[ΕΤΥΜΟΛ. < συρμός + κατάλ. -αία, θηλ. τής κατάλ. -αῖος].
Dictionary of Greek. 2013.